Οι επιστήμονες έχουν ακόμη θεωρήσει ότι η ανατομική δομή των νευρωνικών συνδέσεων αποτελεί τη βάση για το πώς τα παιδιά αναγνωρίζουν τα γράμματα και τις λέξεις. Με άλλα λόγια, η αρχιτεκτονική του εγκεφάλου μπορεί να προκαθορισει ποιος θα έχει προβλήματα με την ανάγνωση, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών με δυσλεξία.
Αλλά η διδασκαλία μπορεί να αλλάξει αυτό, σύμφωνα με μια νέα μελέτη η οποία δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Nature Communications.
Χρησιμοποιώντας μετρήσεις μαγνητικής τομογραφίας των νευρικών συνδέσεων του εγκεφάλου ή «λευκή ύλη», οι ερευνητές έδειξαν ότι, στους αναγνώστες που δυσκολεύονται, τα νευρικά κυκλώματα ενισχύθηκαν (και οι επιδόσεις ανάγνωσης βελτιώθηκαν), μετά από μόλις οκτώ εβδομάδες ενός εξειδικευμένου προγράμματος διδασκαλίας.
Η νέα μελέτη είναι η πρώτη που καταγράφει τη λευκή ύλη κατά τη διάρκεια μιας εντατικής εκπαιδευτικής παρέμβασης και συνδέει τη μάθηση των παιδιών με την ευελιξία του εγκεφάλου τους.
“Η διαδικασία της εκπαίδευσης ενός παιδιού αλλάζει φυσικά τον εγκέφαλο”, αναφέρουν στην μελέτη τους οι ερευνητές. “Ήμασταν σε θέση να ανιχνεύσουμε αλλαγές στις συνδέσεις του εγκεφάλου μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες από την έναρξη του προγράμματος παρέμβασης. Είναι υποτιμημένο το ότι οι εκπαιδευτικοί είναι μηχανικοί εγκεφάλου που βοηθούν τα παιδιά να σχηματίζουν νέα κυκλώματα εγκεφάλου για σημαντικές ακαδημαϊκές δεξιότητες όπως η ανάγνωση”.
Η μελέτη επικεντρώθηκε σε τρεις περιοχές λευκής ύλης (περιοχές πλούσιες σε νευρωνικές συνδέσεις) οι οποίες συνδέουν περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη γλώσσα και το όραση.
“Έχουμε την τάση να σκεφτόμαστε αυτές τις συνδέσεις ως σταθερές”, αναφέρουν επίσης οι ερευνητές. “Στην πραγματικότητα, διαφορετικές εμπειρίες μπορούν να διαμορφώσουν τον εγκέφαλο με δραματικούς τρόπους καθ’ όλη του την ανάπτυξη”.
“Μετά από οκτώ εβδομάδες εντατικής διδασκαλίας μεταξύ των συμμετεχόντων στη μελέτη που δυσκολεύονταν με την ανάγνωση, δύο από τις τρεις αυτές περιοχές έδειξαν στοιχεία διαρθρωτικών αλλαγών – μεγαλύτερη πυκνότητα λευκής ύλης και πιο οργανωμένη «καλωδίωση».
“Αυτή η πλαστικότητα δείχνει τις αλλαγές που επιφέρει το περιβάλλον, και ότι οι περιοχές αυτές δεν είναι εγγενώς ανελαστικές δομές. Αναδιοργανώνονται ως απάντηση στις εμπειρίες που έχουν τα παιδιά στην τάξη”.
ΠΗΓΗ scientificallytalking.com